Η Μεσογειακή Αναιμία είναι ένα κληρονομικό νόσημα που χαρακτηρίζεται από μείωση της παραγωγής των αλυσίδων της αιμοσφαιρίνης. Η αιμοσφαιρίνη είναι το βασικό συστατικό των ερυθρών αιμοσφαιρίων που μεταφέρει το οξυγόνο στους ιστούς και δίνει στο αίμα το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα. Αποτελείται από δύο ζευγάρια πρωτεϊνικών αλυσίδων τις α και τις β σφαιρίνες.
Η β-θαλασσαιμία χαρακτηρίζεται από μειωμένη σύνθεση των β σφαιρινικών αλυσίδων. Οφείλεται σε μετάλλαξη του γονιδίου που επάγει τη σύνθεση της β σφαιρινικής αλυσίδας, το οποίο βρίσκεται στο χρωμόσωμα 11. Έχουν περιγραφεί περίπου 300 μεταλλάξεις που μεταβιβάζονται γενετικά από τους γονείς στα παιδιά. Όταν και οι δύο γονείς είναι φορείς θαλασσαιμικού γόνου, το ζευγάρι χαρακτηρίζεται υψηλού κινδύνου γιατί τότε υπάρχει 25% πιθανότητα για κάθε γέννηση να προκύψει παιδί με β-Θαλασσαιμία, να κληρονομήσει, δηλαδή, το παθολογικό γονίδιο και από τους δύο γονείς.
Η βαρύτητα της νόσου είναι ανάλογη του μεγέθους της ανισορροπίας η οποία παρατηρείται στη σύνθεση των αλυσίδων της α και β σφαιρίνης. Η μείζων Θαλασσαιμία ή νόσος του Cooley είναι η βαριά μορφή β-θαλασσαιμίας, που εκδηλώνεται με σοβαρή αναιμία και απαιτεί μεταγγίσεις από τους πρώτους μήνες της ζωής. Οι πλεονάζουσες α αλυσίδες σχηματίζουν ασταθή τετραμερή (α4) και καθιζάνουν με συνέπεια τη βλάβη της ερυθροκυτταρικής μεμβράνης. Αυτό προκαλεί την απόπτωση των ερυθροβλαστών στον μυελό των οστών (μη αποδοτική ερυθροποίηση) ή την καταστροφή των παθολογικών ερυθρών αιμοσφαιρίων στον σπλήνα (αιμόλυση) και εμφανίζεται κλινικά με ίκτερο, ωχρότητα λόγω της αναιμίας, υπολειπόμενη ανάπτυξη, χαρακτηριστικές οστικές παραμορφώσεις (μογγολοειδές προσωπείο) και ηπατοσπληνομεγαλία.
Από το 1964, οπότε οι τακτικές μεταγγίσεις αποτέλεσαν τη βασική θεραπευτική επιλογή, η επιβίωση των θαλασσαιμικών αυξήθηκε σημαντικά. Όμως, παράλληλα, αυτό συνέβαλε και στην υπερφόρτωση του οργανισμού με σίδηρο ο οποίος προκαλεί βλάβες σε ζωτικά όργανα (ήπαρ, καρδιά, ενδοκρινείς αδένες κ.λπ.). Έτσι, η θεραπεία αποσιδήρωσης κατέστη αναγκαία και από το 1974 άρχισε να εφαρμόζεται σε συνδυασμό με τις τακτικές μεταγγίσεις, με αποτέλεσμα η επιβίωση των πασχόντων να προσεγγίζει σήμερα τα ποσοστά του μέσου όρου του υγιούς πληθυσμού.
Η μόνη διαθέσιμη θεραπευτική επιλογή για την οριστική απαλλαγή από τη νόσο είναι η αλλογενής μεταμόσχευση μυελού των οστών. Έχει καλά αποτελέσματα σε παιδιά με δότη συμβατό αδελφό αλλά περιορισμένη πλέον εφαρμογή λόγω της δυσκολίας εύρεσης δοτών και της ανοσοκαταστολής που απαιτείται.
Η γονιδιακή θεραπεία αποτελεί την ελπίδα των θαλασσαιμικών για την οριστική απαλλαγή από τη νόσο στο μέλλον. Με τη βοήθεια αδρανοποιημένου ιού-φορέα του φυσιολογικού γονιδίου γίνονται, σε επίπεδο κλινικών μελετών, προσπάθειες αντικατάστασης του παθολογικού γονιδίου της β-σφαιρίνης με φυσιολογικό αντίγραφο σε αρχέγονα αιμοποιητικά κύτταρα των πασχόντων.
Το 1974 ξεκίνησε στη χώρα μας το Εθνικό Πρόγραμμα Πρόληψης Μεσογειακής Αναιμίας και Αιμοσφαιρινοπαθειών και από το 1977 εφαρμόζεται με επιτυχία το Πρόγραμμα Προγεννητικού Ελέγχου με σκοπό την αποφυγή γέννησης παιδιών με Μεσογειακή Αναιμία, αφού αναγνωριστούν οι φορείς του Θαλασσαιμικού γόνου πριν αυτοί τεκνοποιήσουν. Παρέχει υπηρεσίες μέσω της Κεντρικής Μονάδας Πρόληψης, της Εθνικής Μονάδας Προγεννητικού Ελέγχου του Εθνικού Κέντρου Μεσογειακής Αναιμίας και των 14 Μονάδων Πρόληψης που βρίσκονται στη χώρα σε περιοχές αυξημένης συχνότητας φορέων. Μία από τις 14 Μονάδες Πρόληψης λειτουργεί και στο Νοσοκομείο μας.
Το Πρόγραμμα Πρόληψης περιλαμβάνει :
- Την ευαισθητοποίηση του πληθυσμού με ενημέρωση μέσω Μ.Μ.Ε., φυλλαδίων, διαλέξεων και ενημερωτικών μαθημάτων στα σχολεία.
- Την εξέταση για τη διάγνωση των φορέων.
- Την παροχή γενετικών συμβουλών στα ζευγάρια που πρόκειται να τεκνοποιήσουν και βρίσκονται σε κίνδυνο να αποκτήσουν παιδί με τη νόσο.
- Τον Προγεννητικό Έλεγχο που διενεργείται με α) αμνιοκέντηση, δηλαδή αναρρόφηση αμνιακού υγρού, που περιέχει κύτταρα του εμβρύου από τον εμβρυικό σάκο μετά την 14η εβδομάδα της κύησης, ή β) λήψη δείγματος χοριακών λαχνών από τον ιστό του πλακούντα την 10η – 13η εβδομάδα της κύησης. Ακολουθεί εξέταση του DNA των εμβρυικών κυττάρων με τη χρήση μοριακών τεχνικών, που κάνουν δυνατή την αναγνώριση των μεταλλάξεων της νόσου. Αν από τον έλεγχο διαγνωστεί έμβρυο με Μεσογειακή Αναιμία, η Ελληνική Νομοθεσία επιτρέπει τη διακοπή της κύησης, εφόσον δεν έχει ξεπεράσει τις 24 εβδομάδες.
- Την Προεμφυτευτική Γενετική Διάγνωση που εφαρμόζεται για την πρόληψη της Μεσογειακής Αναιμίας από το 1997 σε εξειδικευμένα κέντρα και προϋποθέτει εξωσωματική γονιμοποίηση. Στην περίπτωση αυτή, εξετάζονται με μοριακές τεχνικές κύτταρα από τα in vitro γονιμοποιημένα ωάρια για τον εντοπισμό των μεταλλάξεων της νόσου και εμφυτεύεται στη μήτρα υγιές έμβρυο. Η μέθοδος αυτή παρέχει τη δυνατότητα στο ζευγάρι να αποφύγει τη διακοπή κύησης εφόσον δεν το επιθυμεί. Το μειονέκτημά της είναι το υψηλό κόστος και το ποσοστό επιτυχίας κυμαίνεται από 35-50% λόγω της πιθανής αποτυχίας της εγκυμοσύνης από εξωσωματική γονιμοποίηση.
Χωρίς μέτρα πρόληψης και προγεννητικού ελέγχου αναμένεται να γεννηθούν περισσότερα από 150 παιδιά με Μεσογειακή Αναιμία τον χρόνο με μεγάλο κόστος (ηθικό και οικονομικό) τόσο για τις οικογένειες των πασχόντων όσο και για το κράτος.
Κληρονόμος Ευάγγελος, Δ/ντης Μονάδας Μεσογειακής Αναιμίας ΓΝΗ Βενιζέλειο
TIF: Thalassaemia International Federation